παράθυρο

παράθυρο
fenêtre

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Regardez d'autres dictionnaires:

  • παράθυρο — το 1. το άνοιγμα στους τοίχους κτηρίου το οποίο χρησιμεύει στον φωτισμό και αερισμό τού εσωτερικού του 2. ο ανάλογος οπλισμός τού ανοίγματος αυτού, το κούφωμα 3. παραθυρόφυλλο 4. πλάγια ενέργεια, χρησιμοποίηση μη νόμιμου μέσου για την επίτευξη… …   Dictionary of Greek

  • Ισημερινός ή Εκουαδόρ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ισημερινού Έκταση: 283.560 τ. χλμ. Πληθυσμός: 13.447.494 (2002) Πρωτεύουσα: Κίτο (1.399.814 κάτ. το 2002)Κράτος της Νότιας Αμερικής, στην οροσειρά των Άνδεων. Συνορεύει στα Β με την Κολομβία και στα Α και Ν με το… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Λαϊκός πολιτισμός — ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΛΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ Λαϊκός πολιτισμός είναι το σύνολο των εκδηλώσεων του βίου του λαού –υλικού και πνευματικού– οι οποίες έχουν χαρακτήρα ομαδικό και τελούνταν κατά παράδοση από τον αγροτικό πληθυσμό και τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα των …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Metapolitefsi — The Metapolitefsi (Greek: Μεταπολίτευση, translated as polity or regime change) was a period in Greek history after the fall of the Greek military junta of 1967–1974 that includes the transitional period from the fall of the dictatorship to the… …   Wikipedia

  • Greek Military Police — The Greek Military Police (Greek: Ελληνική Στρατιωτική Αστυνομία (ΕΣΑ), generally known in English by the acronym ESA ( Ellinikí Stratiotikí Astinomía ) was the main security (secret police) and intelligence organisation during the Greek military …   Wikipedia

  • θυρίδα — Μικρή πόρτα (θύρα)· μικρό άνοιγμα σε διαχώρισμα γραφείου, ταμείου κλπ. για τη διενέργεια των συναλλαγών· χώρισμα χρηματοκιβωτίου για τη φύλαξη πολύτιμων αντικειμένων. (Ζωολ.) Θ. ή κόγχη ονομάζεται η μία από τις δύο πλάκες του όστρακου, που… …   Dictionary of Greek

  • κουφώνω — [κούφος (Ι)] 1.κάνω κάτι κούφιο, κοιλαίνω εσωτερικά («κούφωσα τις ντομάτες και τίς γέμισα») 2. γίνομαι κούφιος, αποκτώ κοιλότητα («κούφωσε το δόντι μου») 3. (σχετικά με παράθυρο) μισοανοίγω («κούφωσε το παράθυρο να έρθει λίγος αέρας») …   Dictionary of Greek

  • παραθυράκι — το [παράθυρο] 1. μικρό παράθυρο 2. τρόπος διαφυγής ή υπεκφυγής («σε κάθε νόμο υπάρχουν παραθυράκια») …   Dictionary of Greek

  • παραθυρόπουλ(λ)ο — το [παράθυρο] (διαλ. τ.) μικρό παράθυρο …   Dictionary of Greek

  • φινιστρίνι — και φινεστρίνι και φιλιστρίνι, το, Ν μικρό στρογγυλό παράθυρο σε καμπίνα πλοίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. finestrino, υποκορ. του finestra «παράθυρο». Ο τ. φινιστρίνι με αφομοιωτική τροπή του ε σε ι , ενώ ο τ. φιλιστρίνι με ανομοίωση τού ν σε λ ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”